αὐτοσχεδιαστής

αὐτοσχεδιαστής
αὐτοσχεδι-αστής, οῦ, ,
A one who acts or speaks offhand: and so, raw hand, bungler, opp. τεχνίτης, X.Lac.13.5.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αὐτοσχεδιαστής — one who acts masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοσχεδιαστής — ο (Α αὐτοσχεδιαστής) [αυτοσχεδιάζω] αυτός που μιλά ή ενεργεί πρόχειρα, χωρίς προετοιμασία …   Dictionary of Greek

  • αὐτοσχεδιασταί — αὐτοσχεδιαστής one who acts masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσχεδιαστάς — αὐτοσχεδιαστά̱ς , αὐτοσχεδιαστής one who acts masc acc pl αὐτοσχεδιαστά̱ς , αὐτοσχεδιαστής one who acts masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει …   Dictionary of Greek

  • Άντερσεν, Χανς Κρίστιαν — (Hans Christian Andersen, Όντενσε 1805 – Κοπεγχάγη 1875). Δανός συγγραφέας. Γόνος φτωχής οικογένειας (o πατέρας του ήταν τσαγκάρης και η μητέρα του πλύστρα), παιδί συνεσταλμένο και άσχημο, συνήθισε να ζει στη μοναξιά (όπως το Ασχημόπαπο,ένα από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”